Σχέση φωτισμού και παραγωγικότητας
Μέχρι σήμερα έχουν διεξαχθεί πάρα πολλές έρευνες που αφορούν τη σχέση φωτισμού και παραγωγικότητας. Για παράδειγμα, οι Leaman και Bordass [2000] αναφέρουν ότι η παραγω-γικότητα των εργαζομένων αυξάνει όσο μικραίνει η απόσταση μεταξύ θέσης εργασίας και παραθύρου (εικ.). Οι εργαζόμενοι σε γραφεία με αρκετό φυσικό φως είναι αποδοτικότεροι σε σχέση με συναδέλφους τους σε γραφεία με λίγο φυσικό φως, γεγονός που πιθανώς σχετίζεται με τους κιρκαδιανούς ρυθμούς [Figueiro et al, 2002]. Η υπερκόπωση των ματιών έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, όχι μόνο μειώνοντας την οπτική ικανότητα αλλά και επηρεάζοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά [Boyce et al, ο.π.]. Μελέτες στη Μ. Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία
και Γερμανία σε μεγάλες μεταποιητικές βιομηχανίες, έδειξαν μείωση των απορριπτόμενων προϊόντων και ελάττωση των ατυχημάτων, όταν αυξήθηκαν τα επίπεδα φωτεινότητας των εργασιακών χώρων.
Κίνητρο
Έρευνα έχει δείξει ότι οι άνθρωποι που βιώνουν θετικές συναισθηματικές καταστάσεις τείνουν να είναι πιο παραγωγικοί (Wright, ΤΑ και Cropanzano, R. 2000)
και ότι οι θετικές συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να ενισχυθούν με την παροχή στους ανθρώπους ενός εργασιακού περιβάλλοντος που ταυτίζεται με τις προτιμήσεις τους. Δεδομένου ότι το φυσικό
φως είναι σχεδόν καθολικά προτιμούμενο από τον ηλεκτροφωτισμό, είναι πιθανό ότι η αυξημένη χρήση του φυσικού φωτός θα υποστηρίξει την παραγωγικότητα στο χώρο εργασίας. Επίσης, σύμφωνα με τους Figueiro et al. [2002], οι εργαζόμενοι σε γραφεία με παράθυρα περνούν περισσότερο χρόνο δουλεύοντας στον υπολογιστή παρά μιλώντας στο τηλέφωνο ή σε άλλους ανθρώπους, σε σχέση με συναδέλφους τους σε γραφεία χωρίς παράθυρα.
Προτίμηση για το φυσικό φως
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άνθρωποι βρίσκουν πιο ευχάριστο το φως της ημέρας από τον ηλεκτρικό φωτισμό ως την κύρια πηγή φωτισμού. Όλες οι μελέτες (Wells (1967), Manning (1967),
and Markus (1967) in the UK; Cuttle (1983) in the UK and New Zealand; Heerwagen and Heerwagen (1986) in the USA; and Veitch (1993) in Canada), έχουν δείξει ότι τα υψηλά ποσοστά των ερωτηθέντων προτιμούν να εργάζονται υπό το φως της ημέρας. Ομοίως, οι άνθρωποι προτιμούν να κάθονται σε γραφεία που βρίσκονται δίπλα από τα παράθυρα και όχι σε πιο απομακρυσμένες θέσεις, ειδικά όταν τα παράθυρα έχουν πρόσβαση σεάμεση ηλιακή ακτινοβολία (Markus, 1967; Aldworth and Bridgers, 1971; Collins, 1975; Ludlow, 1976; Cuttle, 1983; and
Heerwagen and Heerwagen, 1986).
Ψυχολογική διάθεση και ικανοποίηση
Μελέτη (Dasgupta 2003) έδειξε μια μικρή αλλά στατιστικά σημαντική μείωση στην αρνητική διάθεση, για τους ανθρώπους που εργάστηκαν για περίπου 20 λεπτά σε ένα ιδιωτικό γραφείο με ένα μεγάλο παράθυρο κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά δεν έδειξε καμία μείωση της αρνητικής διάθεσης για τους ίδιους ανθρώπους στο ίδιο γραφείο το βράδυ. Η μελέτη του Ruys (1970) απέδειξε επίσης ότι οι υπάλληλοι μικρών γραφείων αντιπαθούσαν την απουσία των παρα- θύρων. Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη επιθυμία να είναι σε επαφή με τη φύση (White and Heerwagen, 1998) και ότι τα παράθυρα στην εργασία παρέχουν ένα μέσο για τη δημιουργία οπτικής επαφής με τη φύση. Η μελέτη των Heerwagen and Orians
(1986) έδειξε ότι οι εργαζόμενοι σε γραφεία με μικρά παράθυρα ήταν πολύ πιο πιθανό να έχουν εικόνες με φυσικά τοπία στον τοίχο τους από ότι οι εργαζόμενοι με εύκολη πρόσβαση σε παράθυρα, πιθανόν για να αντισταθμιστεί με αυτόν τον τρόπο η απουσία του πραγματικού φυσικού
Μόνο το 15% του συνολικού κόστους τα πρώτα 10 χρόνια λειτουργίας ενός κτιρίου
γραφείων αφορά έξοδα λογαριασμών και συντήρησής του (κατανάλωση ενέργειας –
επισκευές) ενώ το 85% είναι οι μισθοί του προσωπικού που εργάζονται εκεί. Είναι λοιπόν
σημαντικό, πέραν του να μεριμνά κανείς για τη μείωση του 15%, να εστιάζει στην παροχή
ενός περιβάλλοντος στο οποίο οι χρήστες, οι οποίοι και αντιπροσωπεύουν το 85% των
εξόδων λειτουργίας, να αποδίδουν ανάλογα, αισθανόμενοι πως διαβιούν σε ένα χώρο
με υψηλά περιβαλλοντικά standards.